καουτσούκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καουτσούκ < (άμεσο δάνειο) γαλλική caoutchouc < κέτσουα kawchu
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καουτσούκ ουδέτερο άκλιτο
- ελαστικό υλικό που παράγεται από τον χυμό (λατέξ) του καουτσουκόδεντρου
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- καουτσούκ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη γλώσσα κέτσουα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)