eliro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eliro | eliroj |
αιτιατική | eliron | elirojn |
eliro (eo)
- έξοδος, απομάκρυνση από κάτι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eliro | eliroj |
αιτιατική | eliron | elirojn |
eliro (eo)