eliro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | eliro | eliroj |
αιτιατική | eliron | elirojn |
eliro (eo)
- έξοδος, απομάκρυνση από κάτι