elspezo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | elspezo | elspezoj |
αιτιατική | elspezon | elspezojn |
elspezo (eo)
- το έξοδο
- Li havas grandajn ĉiutagajn elspezojn.
- Έχει μεγάλα καθημερινά έξοδα.