emoticon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
/?/
Ετυμολογία en[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
emoticon (en) ενικός
emoticons (en) πληθυντικός
- κειμενόφατσα, συναισθηματική φατσούλα, χαρακτηρόφατσα, γελαστούλης, κλαψούλης, θυμωνούλης, τρομάρας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
emoticon στην αγγλική Βικιπαίδεια