emoticon
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪˈməʊtɪˌkɒn/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]emoticon (en) ενικός, emoticons (en) πληθυντικός
- γραπτή παράσταση του προσώπου κάποιου σε σχέση με το συναίσθημα που αισθάνεται, που χρησιμοποιείται συχνά σε ηλεκτρονική επικοινωνία όπως SMS ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
emoticon στην αγγλική Βικιπαίδεια