Μετάβαση στο περιεχόμενο

emporium

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
emporium emporia / emporiums
Ο λατινικός πληθυντικός: emporia.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emporium < (άμεσο δάνειο) λατινική emporium

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

emporium (en)