emprunt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emprunt < emprunter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.pʁœ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
emprunt emprunts

emprunt (fr) αρσενικό

  1. το δάνειο (που παίρνει κάποιος)
  2. ο δανεισμός (η χορήγηση ή η λήψη δανείου)


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]