enchère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
enchère enchères

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

enchère (fr) θηλυκό

  • η προσφορά μεγαλύτερου ποσού από κάποιον άλλον

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]