endlessly

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

endlessly < endless + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

endlessly (en)

  • ατέλειωτα, αδιάκοπα, πάντα, με τρόπο που συνεχίζεται για πολύ καιρό και φαίνεται να μην τελειώνει
    It was raining endlessly.
    Έβρεχε ατέλειωτα.
    It has been snowing endlessly for the last few days.
    Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
    He has been endlessly complaining that they have wronged him.
    Πάντα παραπονιέται ότι τον αδικούν.
     συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις continuously και forever

Πηγές[επεξεργασία]