endlessly
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
endlessly (en)
- ατέλειωτα, αδιάκοπα, πάντα, με τρόπο που συνεχίζεται για πολύ καιρό και φαίνεται να μην τελειώνει
- ↪ It was raining endlessly.
- Έβρεχε ατέλειωτα.
- ↪ It has been snowing endlessly for the last few days.
- Τις τελευταίες μέρες χιονίζει αδιάκοπα.
- ↪ He has been endlessly complaining that they have wronged him.
- Πάντα παραπονιέται ότι τον αδικούν.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις continuously και forever
- ↪ It was raining endlessly.