endothélial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- endothélial < endothélium
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɑ̃dɔteljal/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | endothélial | endothéliaux |
θηλυκό | endothéliale | endothéliales |
endothélial (fr)