Μετάβαση στο περιεχόμενο

enforce

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας enforce
γ΄ ενικό ενεστώτα enforces
αόριστος enforced
παθητική μετοχή enforced
ενεργητική μετοχή enforcing

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪnˈfɔɹs/
ΔΦΑ : /ɪnˈfɔːs/

enforce (en)

  1. επιβάλλω, εφαρμόζω, φροντίζω οι άνθρωποι να υπακούουν σε έναν συγκεκριμένο νόμο ή κανόνα
      The company enforces a zero-tolerance policy for corruption.
    Η εταιρεία επιβάλλει πολιτική μηδενικής ανοχής για τη διαφθορά.
      The government is enforcing new laws for the protection of the environment.
    Η κυβέρνηση επιβάλλει νέους νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.
      In practical terms this law may be difficult to enforce.
    Στην πράξη, αυτός ο νόμος μπορεί να είναι δύσκολο να εφαρμοστεί.
  2. (παρωχημένο) ισχυροποιώ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]