enforce
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | enforce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enforces |
αόριστος | enforced |
παθητική μετοχή | enforced |
ενεργητική μετοχή | enforcing |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]enforce (en)
- επιβάλλω, εφαρμόζω, φροντίζω οι άνθρωποι να υπακούουν σε έναν συγκεκριμένο νόμο ή κανόνα
- ⮡ The company enforces a zero-tolerance policy for corruption.
- Η εταιρεία επιβάλλει πολιτική μηδενικής ανοχής για τη διαφθορά.
- ⮡ The government is enforcing new laws for the protection of the environment.
- Η κυβέρνηση επιβάλλει νέους νόμους για την προστασία του περιβάλλοντος.
- ⮡ In practical terms this law may be difficult to enforce.
- Στην πράξη, αυτός ο νόμος μπορεί να είναι δύσκολο να εφαρμοστεί.
- ⮡ The company enforces a zero-tolerance policy for corruption.
- (παρωχημένο) ισχυροποιώ