engageant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | engageant | engageants |
θηλυκό | engageante | engageantes |
Επίθετο[επεξεργασία]
engageant (fr)
- ενθαρρυντικός, γοητευτικός, που « υπόσχεται »