engageant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | engageant | engageants |
θηλυκό | engageante | engageantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]engageant (fr)
- ενθαρρυντικός, γοητευτικός, που « υπόσχεται »
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | engageant | engageants |
θηλυκό | engageante | engageantes |
engageant (fr)