ensign

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɛnsɪn/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ensign (en)

  1. σημαία, έμβλημα ή άλλο σήμα
  2. βαθμός του κατώτερου αξιωματικού στο πεζικό ή το ναυτικό των ΗΠΑ, σημαιοφόρος