ensign
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ensign (en)
- σημαία, έμβλημα ή άλλο σήμα
- βαθμός του κατώτερου αξιωματικού στο πεζικό ή το ναυτικό των ΗΠΑ, σημαιοφόρος
ensign (en)