entendant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entendant | entendants |
θηλυκό | entendante | entendantes |
Μετοχή[επεξεργασία]
entendant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | entendant | entendants |
θηλυκό | entendante | entendantes |
entendant (fr)