enthousiaste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɑ̃.tu.zjast/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
enthousiaste < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
enthousiaste enthousiastes

enthousiaste (fr) αρσενικό ή θηλυκό