entichement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
entichement entichements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

entichement (fr) αρσενικό