entirely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

entirely < entire + -ly

Επίρρημα[επεξεργασία]

entirely (en) (χωρίς παραθετικά)

Πηγές[επεξεργασία]