entirely

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
entirely < entire + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

entirely (en) (χωρίς παραθετικά)

  • τελείως, ολοκληρωτικά, όλως, καθ' ολοκληρίαν, εξ ολοκλήρου, με κάθε δυνατό τρόπο
    entirely incompetent - τελείως ανίκανος
    It was entirely on accident that I met him in the morning.
    Όλως τυχαίως τον συνάντησα το πρωί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely