entuziasmulino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- entuziasmulino < entuziasm- + -ul- + -in- + -o
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | entuziasmulino | entuziasmulinoj |
αιτιατική | entuziasmulinon | entuziasmulinojn |
entuziasmulino (eo)
- ŝi fariĝis entuziasmulino pri la disvastigado de Esperanto - έγινε ενθουσιώσα για την εξάπλωση της Εσπεράντο