-ul-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Επίθημα[επεξεργασία]
-ul- (eo)
- επίθημα που σημαίνει τον άνθρωπο
[επεξεργασία]
- aliseksemulo - ετεροφυλόφιλος
- ambaŭseksulo - ανδρόγυνος, ερμαφρόδιτος
- ambaŭseksemulo - αμφιφυλόφιλος
- samseksemulo - ομοφυλόφιλος
- religiulo - θρήσκος
- sanulo - υγιής άνθρωπος