λεσβία
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | λεσβία | λεσβίες |
γενική | λεσβίας | λεσβιών |
αιτιατική | λεσβία | λεσβίες |
κλητική | λεσβία | λεσβίες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λεσβία < αρχαία ελληνική λέσβιος (επίθετο) < Λέσβος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεσβία θηλυκό
- η ομοφυλόφιλη γυναίκα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεσβία