τζιβιτζιλού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τζιβιτζιλού οι τζιβιτζιλούδες
      γενική της τζιβιτζιλούς των τζιβιτζιλούδων
    αιτιατική την τζιβιτζιλού τις τζιβιτζιλούδες
     κλητική τζιβιτζιλού τζιβιτζιλούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τζιβιτζιλού < λείπει η ετυμολογία + -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /d͡zi.vi.d͡ziˈlu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τζι‐βι‐τζι‐λού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τζιβιτζιλού θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]