ulo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulo | uloj |
αιτιατική | ulon | ulojn |
ulo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | ulo | uloj |
αιτιατική | ulon | ulojn |
ulo (eo)