equalize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | equalize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | equalizes |
αόριστος | equalized |
παθητική μετοχή | equalized |
ενεργητική μετοχή | equalizing |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
equalize (en)