equalize

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας equalize
γ΄ ενικό ενεστώτα equalizes
αόριστος equalized
παθητική μετοχή equalized
ενεργητική μετοχή equalizing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
equalize < equal + -ize

equalize (en)