estaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estaĵo | estaĵoj |
αιτιατική | estaĵon | estaĵojn |
estaĵo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | estaĵo | estaĵoj |
αιτιατική | estaĵon | estaĵojn |
estaĵo (eo)