etana
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Φινλανδικά (fi)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- etana < πρωτο-φιννική *etana, άγνωστης προέλευσης· ενδεχομένως σχετίζεται με την πρωτογερμανική *etaną (τρώω) ή/και την *etunaz (λαίμαργος) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
etana (fi)
- (ζώο) σαλιγκάρι, γυμνοσάλιαγκας
- άνθρωπος που είναι αργός