evangelio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | evangelio | evangelioj |
αιτιατική | evangelion | evangeliojn |
evangelio (eo)
- το ευαγγέλιο