explicate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛksplɪˌkeɪt/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

explicate < λατινικά: explicāre, απαρέμφατο ενεργού (ενεργητικού) ενεστώτα του explicō («ξεδιπλώνω, εξηγώ»)

explicate (en)

  1. εξηγώ, ερμηνεύω
  2. αναλύω, αναπτύσσω

Συνώνυμα

[επεξεργασία]