extant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
extant (en)
- που ακόμα ζει, επιβιώνει
- Greek language is still extant in some areas in Italy
- που υπάρχει ακόμα, που δεν έχει καταστραφεί, σωζόμενος
- this silver half dollar is the only extant coin of its kind
- αρτίγονος, που είναι ακόμα ζωντανός, που δεν έχει εξαφανιστεί