fall in love

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fall in love < → δείτε τις λέξεις fall, in και love

Έκφραση

[επεξεργασία]

fall in love (en)

  1. (μεταβατικό, ιδιωματισμός) (με with) ερωτεύομαι
    I fell in love with her immediately.
    Την ερωτεύτηκα αμέσως.
    I have fallen in love with you!
    Σε έχω ερωτευτεί!
  2. (αμετάβατο, ιδιωματισμός) ερωτεύομαι
    The two people fell in love.
    Oι δύο άνθρωποι ερωτεύτηκαν.