familio
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | familio | familioj |
αιτιατική | familion | familiojn |
familio (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | familio | familioj |
αιτιατική | familion | familiojn |
familio (eo)