fatala
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fatala < αγγλική, γαλλική fatal
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fatala | fatalaj |
αιτιατική | fatalan | fatalajn |
fatala (eo)