fatigant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fatigant | fatigants |
θηλυκό | fatigante | fatigantes |
Επίθετο
[επεξεργασία]fatigant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fatigant | fatigants |
θηλυκό | fatigante | fatigantes |
fatigant (fr)