fatigué
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fatigué | fatigués |
θηλυκό | fatiguée | fatiguées |
fatigué (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fatigué | fatigués |
θηλυκό | fatiguée | fatiguées |
fatigué (fr)