fatigable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fatigable < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.ti.ɡabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fatigable | fatigables |
fatigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να κουραστεί