Μετάβαση στο περιεχόμενο

fatiscor

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fatiscor < λείπει η ετυμολογία

fatiscor (la) (αποθετικό ρήμα)

  1. διαρρηγνύομαι, σχίζομαι
  2. καταπονούμαι, κουράζομαι