fautif
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- fautif < faute
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fautif | fautifs |
θηλυκό | fautive | fautives |
fautif (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fautif | fautifs |
θηλυκό | fautive | fautives |
fautif (fr) αρσενικό
- O φταίχτης