fautif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fautif < faute
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fautif | fautifs |
θηλυκό | fautive | fautives |
fautif (fr) αρσενικό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fautif | fautifs |
θηλυκό | fautive | fautives |
fautif (fr) αρσενικό
- O φταίχτης