feasibility
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]feasibility (en) (μη μετρήσιμο)
- η εφικτότητα, το εφικτό, το να μπορεί κάτι να πραγματοποιηθεί
- ⮡ the feasibility of a venture - η εφικτότητα του εγχειρήματος
- ⮡ Politics is the art of feasibility, not of desirability.
- Η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού και όχι του επιθυμητού.