femur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
femur | femurs / femora |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- femur < (λόγιο δάνειο) λατινική femur (μηρός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
femur (en)
Δείτε επίσης : fémur |
ενικός | πληθυντικός |
femur | femurs / femora |
femur (en)