femur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
femur | femurs / femora |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- femur < (λόγιο δάνειο) λατινική femur (μηρός)
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/f/f9/Femur_front.png/220px-Femur_front.png)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]femur (en)