femur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: fémur
      ενικός         πληθυντικός  
femur femurs / femora

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
femur < (λόγιο δάνειο) λατινική femur (μηρός)
Μπροστινή όψη μηριαίου οστού

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

femur (en)

  1. (ανατομία) το μηριαίο οστό
  2. το τρίτο τμήμα -από το σώμα- του ποδιού ενός εντόμου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]