fingernail
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fingernail | fingernails |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fingernail (en)
- νύχι (ανθρώπου)
ενικός | πληθυντικός |
fingernail | fingernails |
fingernail (en)