Μετάβαση στο περιεχόμενο

fingernail

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
fingernail fingernails

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fingernail (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]