claw

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

claw (en)

  1. το νύχι (ζώου ή πουλιού)
  2. η δαγκάνα ενός αρθρόποδου
    lobster claws - οι δαγκάνες του αστακού

Ρήμα[επεξεργασία]

claw (en)

  1. γδέρνω ή ξεσκίζω με τα νύχια
  2. αρπάζω κάτι με τα νύχια
  3. σκαρφαλώνω μετα νύχια