claw
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
claw (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
claw (en)
- γδέρνω ή ξεσκίζω με τα νύχια
- αρπάζω κάτι με τα νύχια
- σκαρφαλώνω μετα νύχια