fir
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
fir
firs
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
fir
(en)
(
δέντρο
) το
έλατο
, η
ελάτη
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Δέντρα (αγγλικά)
Φυτά (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Aragonés
Čeština
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Gaeilge
Gàidhlig
Fiji Hindi
Magyar
Հայերեն
Interlingue
Ido
Italiano
ქართული
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Limburgs
Lombard
Lietuvių
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nāhuatl
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Română
Armãneashti
Русский
Simple English
Shqip
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
Volapük
Walon
中文