first-class
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
first-class | first-classes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
first-class (en)
- (προγραμματισμός) πρώτη τάξη, οτιδήποτε έχει σχέση ή αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο πρώτης τάξης (first-class object)