fléchissement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
fléchissement fléchissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fléchissement (fr) αρσενικό

  1. η κάμψη
  2. (μεταφορικά) η υποχώρηση, η ελάττωση

Συγγενικά

[επεξεργασία]