fléchissement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
fléchissement | fléchissements |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]fléchissement (fr) αρσενικό
- η κάμψη
- (μεταφορικά) η υποχώρηση, η ελάττωση