flarsentumo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | flarsentumo | flarsentumoj |
αιτιατική | flarsentumon | flarsentumojn |
flarsentumo (eo)
- η όσφρηση