flicage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
flicage | flicages |
flicage (fr) αρσενικό
- (οικείο) η αστυνόμευση
- (κατ’ επέκταση) (ειρωνικό) η αυστηρή επιτήρηση, επίβλεψη