flirt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]flirt (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
flirt | flirts |
flirt (fr) αρσενικό
- το φλερτ,η ερωτοτροπία
flirt (en)
ενικός | πληθυντικός |
flirt | flirts |
flirt (fr) αρσενικό