Μετάβαση στο περιεχόμενο

fluffy

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός fluffy
συγκριτικός fluffier
υπερθετικός fluffiest

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fluffy < fluff + -y

Επίθετο

[επεξεργασία]

fluffy (en)

  1. χνουδωτός, που είναι καλυμμένος με χνούδι
      a fluffy dog - χνουδωτός σκύλος
  2. αφράτος, για φαγητό που είναι μαλακό, ελαφρύ και περιέχει αέρα
      fluffy bread - αφράτο ψωμί
  3. αφράτος, για κάτι που φαίνεται να είναι μαλακό και ελαφρύ
      fluffy snow/cotton - αφράτο χιόνι/βαμβάκι
      a fluffy mattress - αφράτο στρώμα
  4. ανόητος, επιπόλαιος