fluff
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το χνούδι, ίνες από βαμβάκι ή μαλλί που ξεχωρίζουν στην επιφάνεια του υφάσματος
- το χνούδι, λεπτό τρίχωμα που καλύπτει την επιφάνεια του δέρματος ανθρώπων ή άλλων θηλαστικών
- ⮡ a bit of fluff - ένα χνούδι
Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | fluff |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fluffs |
αόριστος | fluffed |
παθητική μετοχή | fluffed |
ενεργητική μετοχή | fluffing |
fluff (en)
- φουσκώνω κάτι τινάζοντας το
- ⮡ I fluffed (up/out) the pillow.
- Φούσκωσα το μαξιλάρι.
- ⮡ I fluffed (up/out) the pillow.