lint

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lint (en) (μη μετρήσιμο)

  1. (ειδικά βρετανική σημασία) ο επίδεσμος
  2. (ειδικά αμερικανική σημασία) το χνούδι
    a dryer door lint filter - φίλτρο χνουδιών πόρτας στεγνωτηρίου
     συνώνυμα: fluff

Πηγές[επεξεργασία]