Μετάβαση στο περιεχόμενο

fonte

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
  1. fonte < δημώδης λατινική fundita
  2. fonte < αγγλική font

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fonte fontes

fonte (fr) θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fonte (fr) θηλυκό

  1. γραμματοσειρά
     συνώνυμα: police, police de caractères
  2. o χυτοσίδηρος, το μαντέμι

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fonte (ia)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fonte (it)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fonte (pt)