fonte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- fonte < δημώδης λατινική fundita
- fonte < αγγλική font
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
fonte | fontes |
fonte (fr) θηλυκό
- το λιώσιμο
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
fonte (fr) θηλυκό
[επεξεργασία]
Ιντερλίνγκουα (ia)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fonte (ia)
- η πηγή
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fonte (it)
- η πηγή
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fonte (pt)
- η πηγή