Μετάβαση στο περιεχόμενο

fotografia

Από Βικιλεξικό

Ιταλικά (it)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fotografia fotografie

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
fotografia < (άμεσο δάνειο) γαλλική photographie. Μορφολογικά αναλύεται σε foto- + -grafia

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fotografia (it)θηλυκό



Πορτογαλικά (pt)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

fotografia (pt)θηλυκό